- ευαφίη
- εὐαφίη, ἡ (Α) [ευαφής]ιων. τ., βλ. ευάφεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐαφίῃ — εὐαφίη fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαφίην — εὐαφίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαφίας — εὐαφίᾱς , εὐαφίη fem acc pl εὐαφίᾱς , εὐαφίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάφεια — εὐάφεια, ιων. τ. εὐαφίη, ἡ (Α) [ευαφής] η απαλότητα στην αφή, το μαλακό ψηλάφημα («ἵνα κόσμος ἔχῃ ἡ στρῶσις καὶ εὐάφειαν», Ορειβ.) … Dictionary of Greek
πιαίνω — Α [πίων] 1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 2. παθ. πιαίνομαι γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις… … Dictionary of Greek